υπάρχουν όμως άπειρες γυναίκες
μόνο που κρέμασαν στον ώμο τους ένα γκρίζο σύννεφο
που όσο πάει και μαυρίζει
κι ο κόσμος ξέχασε τ’ αδιάβροχα και τις ομπρέλες του
το σύννεφο σηκώνει το μαύρο δάχτυλό του…
(Ο ΠΟΙΗΤΗΣ κληρονόμος πουλιών πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει στα ΣΥΝΝΕΦΑ)
Δεν είμαστε γλυκές για σας
ταπεινοί,
φωνάζουν οι γλυκές γυναίκες
πού θα κρυφτείτε πλανόδιοι πουλητές
μασώντας στο στόμα σας μαστίχα
ή μια βλαστήμια
όλοι κοιτάζουν έκπληκτοι
στους δρόμους των τοίχων κρεμασμένους
πίνακες ζωγραφικής
χρώματα χτυπητά κόκκινο και πράσινο
κι η βροχή αργεί να ’ρθει
κι η χαρά αργεί να ’ρθει
όλοι κρατιούνται από τα χέρια με γλυκές ματιές
όμως το ξέρουν πως έπεσε κιόλας
ο πρώτος Κεραυνός(ΓΕΝΙΚΗ διαιρετική από κομμάτια γνήσιο ουρανό. Ας μη το κρύβουμε διψάμε για ΟΥΡΑΝΟ)
υστερόγραφοι μεταβατικοί στίχοι:
ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ μιας άλλης αποκριάς:
Μία-μία ανοίγουν τα φτερά
οι σκυθρωπές μορφές
ενός χαμένου κόσμου
Στο στήθος μου φυτρώσαν κοπάδια μαργαρίτες
αυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ.
καλημέρα τάσο,
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν το είχα αυτό του Σαχτούρη! αύριο κιόλας.