γυναίκες αγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δεν κλαίνε…
και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό
οι γιορτινές μέρες έχουν ένα λείο πρόσωπο
ένα μικρό Χριστό στο κάθε δάκρυ της λησμονημένης
ένα πουλί αστέρινο καρφίτσα στα μαλλιά της
(Ο ΠΟΙΗΤΗΣ κληρονόμος πουλιών πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει στα ΣΥΝΝΕΦΑ)
Η λησμονημένη ανοίγει το παράθυρο
ανοίγει τα μάτια της
κάτω περνούνε φορτηγά με μαυροφορεμένες
με οδηγούς μονόφθαλμους που βλαστημάνε…
οι μαυροφορεμένες θέλουν το κακό της
κι ας της πετάνε τα ματωμένα τους γαρύφαλλα
απ’ τον αναβρασμό του κήπου της ηδονής τους…
οι οδηγοί
σκίζουν το σύννεφο και τήνε κράζουν πόρνη
όμως αυτή είναι μια θλιμμένη παναγιά
με τον αγαπημένο της μέσα στα εικονίσματα
έτσι όπως τον φύλαξε ο χρόνος
με τα κεριά όλων των προδομένων
πολύ βάδισαν στο θάνατο
ανάμεσα στις μαργαρίτες και τα χαμομήλια
με βάγιες δούλους κι αστέρια του βουνού
με σπαθιά που κόβανε λαιμούς και φοινικόδενδρα…
(ΓΕΝΙΚΗ διαιρετική από κομμάτια γνήσιο ουρανό. Ας μη το κρύβουμε διψάμε για ΟΥΡΑΝΟ)
υστερόγραφοι μεταβατικοί στίχοι:
ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ μιας άλλης αποκριάς:
Η λησμονημένη μέσα στο βυθό του νικηφόρου ύπνου της
κρατώντας ένα μήλο στο δεξί της χέρι
τ’ άλλο χαϊδεύοντας τη θάλασσα
ξεδιπλώνει ξάφνου τα ωραία μάτια της
είναι μονάχα μια πνοή ένας βρόντος κανονιού
είναι ο ποδηλατιστής η αγαπημένη του κι η ανθοδέσμη
είναι ο βόγγος της καρδιάς καπνός των ορυχείων
το μίσος τα κορμιά που σμίγουνε με λύσσα και βυθίζονται
είναι ένα τρομερό φιλί στα σύνορα της ηδονής
που βρίσκονται σπαρμένοι μες στις παπαρούνες πέντε θάνατοι
είναι η σκιά του αγαπημένου της που πέρασε
Οι γιορτινές ημέρες κλαίνε αόρατα δάκρυα για όλες τις αγάπες που δε δάκρυσαν, αφού έπρεπε – έτσι λένε – να φύγουν γι’ άλλες θάλασσες, όπου είχε κιόλας χωρέσει το κλάμα κάθε γιορτής
ΑπάντησηΔιαγραφή